- αργυροχόος
- ο (Α ἀργυροχόος)αυτός που λειώνει και κατεργάζεται τον άργυρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + -χόος < χέω «χύνω, λειώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀργυροχόος — melter of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυροχόοι — ἀργυροχόος melter of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυροχόοις — ἀργυροχόος melter of masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
сребролиятель — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (ἀργυροχόος) серебряных дел мастер. … … Словарь церковнославянского языка
Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… … Dictionary of Greek
άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… … Dictionary of Greek
αργυροκόπος — ἀργυροκόπος, ο (Α) 1. ο αργυροχόος 2. αυτός που κόβει νομίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + κόπος < κόπτω] … Dictionary of Greek
αργυροχοΐα — η [αργυροχόος] η κατεργασία του αργύρου … Dictionary of Greek
αργυροχοώ — ἀργυροχοῶ ( έω) (A) [αργυροχόος] λειώνω και κατεργάζομαι άργυρο … Dictionary of Greek
ԱՐԾԱԹԱՁՈՅԼ — (ձուլի, ից.) NBH 1 0361 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c ա. ἁργυροχόος argentarius Որ հալէ եւ ձուլէ զարծաթ. արծաթագործ. արծաթ կամ արծթէ բան թափօղ. *Ընդ ոսկերիչս եւ ընդ արծաթաձոյլս հակառակի. Իմ. ՟Ժ՟Է 9: *Զձեռս եւ զգործիս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)